Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Η ομιλία του αν. Τομεάρχη Παιδείας της ΝΔ, Βουλευτή Ν. Λάρισας, Χρήστου Κέλλα, στα πλαίσια της παρουσίασης της έρευνας του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ, με τη συνεργασία της ΕΣΑμεΑ, με θέμα ''Διακρίσεις και Ανισότητες στην Εκπαίδευση και την Εργασία''


 
ΧΡΗΣΤΟΣ  ΚΕΛΛΑΣ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ – ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κούμα 21, 41 223 Λάρισα, Τηλ:2410537257 – φαξ:2410537253
Μητροπόλεως 1, 105 57 Αθήνα, Τηλ:2103709645-6, Φαξ:2103709649
kellas.xristos@gmail.com   www.kellasxristos.gr

ΟΜΙΛΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΕΛΛΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ

1.      Όπως προκύπτει από τους δείκτες και τα στοιχεία της Έκθεσης το πεδίο της υποστήριξης και ενδυνάμωσης των Ατόμων με Αναπηρία είναι σύνθετο και πολυδιάστατο. Σας παρακαλώ θα ήθελα μια τοποθέτηση για τα αποτελέσματα της έρευνας, προκρίνοντας τα σημεία που, κατά την γνώμη σας, είναι σημαντικό να αναδειχθούν.

Καταρχάς, θα ήθελα να συγχαρώ το ΚΑΝΕΠ, τον κ. Παίζη και όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας για την εξαιρετική δουλειά τους. Διεξήγαν μία έρευνα, η οποία περιλαμβάνει πολλαπλά και στοχευμένα πεδία, δείχνοντας κρίσιμες μεταβλητές, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από κάθε εμπλεκόμενο, που θέλει να υπηρετήσει και να προσφέρει στον συγκεκριμένο τομέα. Η έρευνα στο σύνολό της καθίσταται ένας πολύτιμος οδηγός για τη χάραξη των αντίστοιχων δημοσίων πολιτικών, σε σχέση με τις διακρίσεις και τις ανισότητες που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας.

Αναμφίβολα, η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα σε σχέση με την πρόσβαση των ΑΜΕΑ στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, αλλά το κυριότερο στοιχείο είναι η αλληλουχία των αρνητικών δεικτών και αποτελεσμάτων, που ξεκινούν από την εκπαίδευση και καταλήγουν στη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Επομένως, έχουμε μία αρνητική αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαίδευσης, εργασίας και εισοδήματος, που τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δεν μπορούν τα άτομα αυτά να διαφύγουν, εάν δεν υπάρξει οργανωμένη και μακρόπνοη θεσμική οργάνωση και παρέμβαση.

Θα ξεκινήσω από τους δείκτες της εκπαίδευσης. Είδαμε, πως η χώρα κατατάσσεται στις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες και πως η περιορισμένη πρόσβαση κλιμακώνεται ανά εκπαιδευτική βαθμίδα, αφού καταγράφει τον 2ο υψηλότερο βαθμό εκπροσώπησης των ΑΜΕΑ στο χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, και κατατάσσεται στην 26η θέση στον βαθμό εκπροσώπησης στο μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Ειδικότερα, τα στοιχεία που αφορούν τη συμμετοχή στην τυπική και μη τυπική εκπαίδευση καθώς και την πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης, είναι ασφαλώς απογοητευτικά, με αποκορύφωμα τη μηδενική τιμή στον δείκτη μορφωτικό επίπεδο στους νέους ηλικίας από 30-34 ετών.

Έπειτα, είδαμε πως η περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση, συνδυάζεται με την αδυναμία προς εργασία. Είναι εντυπωσιακό ότι τα ΑΜΕΑ καταγράφουν σημαντικές επιδόσεις σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους, αφού ο δείκτης της απασχόλησης στον αγροκτηνοτροφικό τομέα και στον τομέα της αλιείας καθώς και στον τομέα των ειδικευμένων χειρωνάκτων εμφανίζεται ως ισχυρός και υψηλός, και μάλιστα υπερέχει σημαντικά έναντι του δείκτη των Ατόμων Χωρίς Αναπηρία. Επίσης, σημειώνονται μέτριες επιδόσεις στους υπόλοιπους επαγγελματικούς κλάδους, και χαμηλές στον τριτογενή τομέα.

Κατά την άποψή μου, αυτό είναι παράδοξο, διότι για τον κόσμο που δεν γνωρίζει, θα φαινόταν ως περισσότερο πιθανό τα ΑΜΕΑ να αξιοποιούνται στον τριτογενή τομέα, παρά στον πρωτογενή και τον δευτερογενή. Συνεπώς, προκύπτουν δύο συμπεράσματα: Αφενός μεν τα ΑΜΕΑ έχουν πολύ μεγάλες δυνατότητες και θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στον τριτογενή τομέα, αφετέρου δεν αξιοποιούνται αναλόγως, γιατί υπάρχει ακριβώς το έλλειμμα πολιτικής, που τους εμποδίζει στο να ενισχύσουν τις σπουδές τους και να διευρύνουν τις γνώσεις τους.

Επιπλέον, το βασικό στοιχείο της έρευνας, κατ’ ακολουθία όσων προηγήθηκαν, είναι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Και στα συγκεκριμένα πεδία της έρευνας, οι δείκτες καταγράφουν υψηλές τιμές για τα ΑΜΕΑ στη χώρα μας, τόσο στα νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, όσο και στα νοικοκυριά σε υλική αποστέρηση, αφού κατατάσσονται στη 2η και 3η θέση αντίστοιχα, ενώ στον δείκτη του κινδύνου της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, είδαμε την ιδιαίτερα υψηλή τιμή του δείκτη στην 1η και 2η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης αντίστοιχα. Βέβαια, είδαμε ότι τα συγκεκριμένα μεγέθη αναθεωρούνται, και βελτιώνουν την κατάταξη της χώρας έπειτα από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (ΕΚΑΣ, Κοινωνικά επιδόματα), αλλά θα πρέπει να εξετασθούν σε βάθος χρόνου, όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, αφού έχουμε διακυμάνσεις μεταξύ 2008-2012 και 2016. Τέλος, βλέπουμε τη γενική εικόνα της χώρας στον ευρωπαϊκό χάρτη, ο οποίος είναι καταδεικτικός της όλης κατάστασης. 

Κοντολογίς, έχουμε έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος χρειάζεται στοχευμένες παρεμβάσεις στη μακροχρόνια περίοδο, μέσα από το κατάλληλο μείγμα των δημοσίων πολιτικών και στρατηγικές αλληλεπίδρασης. Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη εκπαίδευσης είτε η ημιτέλειά της, είναι τα στοιχεία που τροφοδοτούν τον φαύλο κύκλο σε πρώτο στάδιο, για να διαπεράσει στη συνέχεια τα στάδια της εργασίας, της εισοδηματικής αδυναμίας, της φτώχειας και τέλος του κοινωνικού αποκλεισμού.  

2.      Διαπιστώθηκε ότι η βάση των απαιτούμενων παρεμβάσεων ξεκινά από την ειδική αγωγή και εκπαίδευση. Αποτελεί την αφετηρία στην οποία θα οικοδομηθούν οι επόμενες πρωτοβουλίες. Πιστεύετε ότι το υφιστάμενο σύστημα ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτό τον πολύ απαιτητικό ρόλο; Με ποιους τρόπους ή τι επιπλέον απαιτείται;

Επί της αρχής, θα ήθελα να ξεκινήσω από το γενικό συμπέρασμα που αναφέρετε στην έρευνά σας και που αφορά το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του. Συγκεκριμένα, προτείνετε ένα «καλό δημοτικό – γυμνάσιο- Λύκειο και μία καλή και αξιόλογη επαγγελματική και τεχνική εκπαίδευση, δηλαδή ένα καλό ΕΠΑΛ, όπως και ένα καλό πανεπιστήμιο, το οποίο θα πρέπει να στηρίζεται από μία αποτελεσματική δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης. Όλες οι εκπαιδευτικές βαθμίδες θα πρέπει να είναι σε αλληλεπίδραση και να δίνουν τη δυνατότητα της εξέλιξης των μαθητών και της εμβάθυνσης των γνώσεών τους.

Πέραν τούτου, θα πρέπει να δούμε τα ειδικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ειδική αγωγή και εκπαίδευση:

Το πρώτο πρόβλημα εντοπίζεται στον μικρό αριθμό ειδικών λυκείων. Στην Αττική λειτουργούν τρία και απευθύνονται σε κατηγορίες μαθητών με κώφωση, τύφλωση, κινητικές αναπηρίες. Αντίστοιχα, θα πρέπει να εξετασθεί και σε εθνική εμβέλεια η επάρκεια του πλήθους των σχολικών μονάδων ανά εκπαιδευτική βαθμίδα. Αυτή τη στιγμή υφίστανται αναρίθμητα κενά στα τμήματα ένταξης και παράλληλης στήριξης και βλέπουμε τα παιδιά με αυτισμό να εγκαταλείπονται στο γενικό σχολείο, χωρίς να υπάρχει παράλληλη στήριξη από ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό.

Το δεύτερο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι η παντελής αδυναμία συνέχισης της φοίτησης σε άλλη δομή για τους μαθητές των Εργαστηρίων Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΕΕΕΕΚ), οι οποίοι τελειώνοντας τη φοίτησή τους δεν μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη πίεση από τους γονείς για επιπλέον παραμονή και μετά από 9 ή 10 χρόνια φοίτησης. Η ΝΔ ίδρυσε δύο πιλοτικά ΙΕΚ, τα οποία λειτουργούν μέχρι σήμερα και είχε ετοιμάσει τον θεσμό των ΣΕΚ, τον οποίο «πάγωσε» η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το τρίτο πρόβλημα αφορά το προσωπικό. Όπως γνωρίζετε, τα τελευταία 4 χρόνια πραγματοποιήθηκαν προσλήψεις χιλιάδων αναπληρωτών, αποκλειστικά από προγράμματα ΕΣΠΑ, τα οποία ναι μεν αύξησαν τον αριθμό των προσλήψεων κατά πολύ (από περίπου 2500 προσλήψεις από τον τακτικό προϋπολογισμό φτάσαμε τις 6500 από το ΕΣΠΑ), αλλά δημιούργησαν προβλήματα κατά περιοχές και ειδικότητες, λόγω των δεσμεύσεων που έχουν τα προγράμματα αυτά. Συγχρόνως, το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται από το ότι στην ειδική αγωγή δεν έχει γίνει ποτέ διαγωνισμός ΑΣΕΠ για διορισμό εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να καλύπτονται οι ανάγκες αποκλειστικά με αναπληρωτές.

Ο ΣΥΡΙΖΑ με την αλλαγή του νόμου, για όσους εκπαιδευτικούς ΑΜΕΑ έχουν πτυχίο, τους έβαλε σε επικουρικό πίνακα, που σημαίνει ότι δεν θα μπορέσουν να προσληφθούν ποτέ. Συνεπώς, απ’ τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να διδάξουν στην ειδική αγωγή, θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, με τον οποίο ένα ποσοστό τους θα προσλαμβάνεται και στη γενική αγωγή.

Σε κάθε περίπτωση, οι πρωτοβουλίες αφορούν την κυβέρνηση, η οποία δεν έχει προβεί σε συγκεκριμένο σχεδιασμό και δεν έχει λάβει μέτρα προς την ενίσχυσή τους. Τουναντίον, με αποσπασματικές διατάξεις σε άσχετα νομοσχέδια και χωρίς διαβούλευση συνήθως, θεσπίζει διατάξεις που αλλάζουν άρδην το τοπίο στην ειδική αγωγή, δημιουργώντας αντί να λύνει προβλήματα. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο νόμου για τις δομές υποστήριξης, όπου όλο το πλέγμα των διαγνώσεων και της υποστήριξης στην ειδική αγωγή γίνεται γραφειοκρατικό, δυσλειτουργικό και άκρως συγκεντρωτικό, για αυτό και όλοι οι φορείς ζητούν την απόσυρσή του.
 Και με την ευκαιρία, που μου δίδεται εν προκειμένω, θα ήθελα να αναφερθώ στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, το οποίο θα συζητηθεί προσεχώς στη Βουλή. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει στο μπλέντερ όλους τους θεσμούς 40 χρόνων, γυρνώντας την ειδική αγωγή  δεκαετίες πίσω, στην πιο ρουσφετολογική και κομματικής της εκδοχή, αφού με την επίφαση δήθεν θεσμικών μεταρρυθμίσεων, το μόνο που επιδιώκει είναι η εκδίκηση θεσμικών προσώπων και η ικανοποίηση του κομματικού της κοινού.
 Παρόλο που με βάση το προτεινόμενο σχέδιο, το οικοδόμημα της ειδικής αγωγής φαίνεται να προϋποθέτει συνεργασίες φορέων και υπηρεσιών, εντούτοις δεν περιγράφεται το νομικό πλαίσιο και τα πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ τους. Χωρίς μόνιμο επιστημονικό προσωπικό, με συνεχή απαξίωση των συνθηκών εργασίας στις υφιστάμενες υπηρεσίες ψυχικής υγείας και συμβουλευτικής των μαθητών, το υπουργείο με την επίφαση της προοδευτικής, αριστερής, κοινωνικά ευαίσθητης μεταρρύθμισης, προχωρά στην κατάργηση και συγχώνευση δομών και υπηρεσιών. Σε επίπεδο κάθε Διεύθυνσης Εκπ/σης, υπό τον συντονισμό του οικείου Περιφερειακού Κέντρου Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕΚΕΣ) στο οποίο ενσωματώνονται τα τμήματα επιστημονικής καθοδήγησης και οι Σχολικοί Σύμβουλοι, συστήνονται τα Κέντρα Εκπαιδευτικής και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΣΥ). Τα εν λόγω κέντρα προκύπτουν από την ενσωμάτωση διαφορετικών υποστηρικτικών εκπαιδευτικών δομών (τα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών – ΚΕΔΔΥ, τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης – ΚΠΕ, Τα Κέντρα Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού – ΚΕΣΥΠ, τους Συμβουλευτικούς Σταθμούς Νέων-ΣΣΝ) σε μια συγκεντρωτική, υδροκεφαλική και απρόσωπη υπερδομή, απομακρυσμένη από τις σχολικές μονάδες, με έντονα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά, τα οποία κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τον τίτλο της δομής αυτής. Δηλαδή, σε αντιδιαστολή με το εκσυγχρονιστικό αίτημα της εποχής για περισσότερη ευελιξία, αποκέντρωση και εξειδίκευση, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η σαφής προτίμηση της κυβέρνησης σε αναχρονιστικά συγκεντρωτικά οργανωτικά μοντέλα της δεκαετίας του ’80.
Παρατηρείται εκδικητικότητα και αναξιοκρατία. Η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων, του τελευταίου και μοναδικού υποστηρικτικού θεσμού σε επίπεδο σχολικής μονάδας, οι οποίοι (i) διαχειρίζονται κρίσεις των σχολείων στα θέματα ειδικής αγωγής, (ii) παρέχουν έμπρακτα συμβουλευτικές υπηρεσίες σε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς υποκαθιστώντας την έλλειψη κοινωνικού κράτος και (iii) οργανώνουν ψυχοπαιδαγωγικά και μαθησιακά προγράμματα παρέμβασης σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και γονείς στη σχολική τάξη,  υποβαθμίζει τον επιστημονικό, συμβουλευτικό και τον ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Η υποκατάστασή τους με τους Συντονιστές Εκπαιδευτικού Έργου, με μια εξ΄αποστάσεως επιστημονική καθοδήγηση, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες στην καθημερινή υποστήριξη των σχολικών μονάδων λειτουργεί αντιπαραγωγικά στον εκσυγχρονισμό, την αποκέντρωση και την εναρμόνιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Το αποκορύφωμα της εκδικητικότητας είναι η πρόθεση σε όσους σχολικούς συμβούλους έχουν υπηρετήσει σε δύο θητείες να μην μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση αυτή. Κάτι το οποίο δεν συμβαίνει πουθενά στο δημόσιο τομέα και που είναι προφανώς αντισυνταγματικό.
Επιπλέον, ορίζεται η μετάθεση αρμοδιοτήτων – με το πρόσχημα της αποκέντρωσης – στις αποψιλωμένες από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό Επιτροπές Διαγνωστικής Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και  Υποστήριξης (ΕΔΕΑΥ ν. 3699/2008 και ν. 4115/2013) (θεσμός που εισήχθη και εφαρμόστηκε από την παράταξή μας). Μάλλον, για μετάθεση και αποποίηση ευθυνών ενός ευθυνόφοβου υπουργείου παιδείας μοιάζει, παρά για μετάθεση αρμοδιοτήτων η αποκέντρωση εκπαιδευτικών υπηρεσιών με επιστημονικά κριτήρια.
Περαιτέρω, επικρατεί μία τάση για την ιατρικοποίηση των εκπαιδευτικών δυσκολιών. Οι αξιολογήσεις των μαθητών αντί να λαμβάνουν χώρα σε παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό διεπιστημονικό πλαίσιο, θα αποδοθούν σταδιακά σε φορείς του Υπουργείου Υγείας, σε απόλυτα ιατρικό και νοσοκομειακό περιβάλλον, αναβιώνοντας στη μνήμη μας τις ουρές στα Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα για απλές διαγνώσεις των ανάπηρων παιδιών και των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου